- ημίκομβος
- τοναυτ. παλαιά μονάδα ίση με μισό μίλι για τη μέτρηση θαλάσσιων αποστάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. deminœuds < demi- «ημι-» + nœuds «κόμβοι». Η λ. στον πληθ. ημικόμβια μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.